Οι άνθρωποι που ανησυχούν μήπως χάσουν τη δουλειά τους έχουν χειρότερη υγεία και περισσότερα συμπτώματα κατάθλιψης συγκριτικά με όσους έχουν απολυθεί από την εργασία τους, διαπιστώνει μελέτη του πανεπιστημίου του Μίσιγκαν.
Οι ερευνητές ανέλυσαν τα δεδομένα παλαιότερων μελετών, στις οποίες συμμετείχαν περισσότεροι από 1.700 άνθρωποι ηλικίας άνω των 25 ετών. Οι εθελοντές είχαν ερωτηθεί για την σωματική και ψυχική τους υγεία καθώς και για το εάν αισθάνονταν ασφάλεια στην εργασία τους. Για παράδειγμα, ρωτήθηκαν για τις πιθανότητες που πίστευαν ότι έχουν να παραμείνουν για τα επόμενα δυο χρόνια στην δουλειά που βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή.
Η μια μελέτη διενεργήθηκε το χρονικό διάστημα 1986-1989 και η άλλη το διάστημα 1995-2005. Σε καμία από τις δυο μελέτες δεν συμμετείχαν άνεργοι.
Σε ποσοστό 18% οι εθελοντές απάντησαν ότι είχαν νιώσει εργασιακή ανασφάλεια κάποια στιγμή. Σχεδόν το 5% όσων συμμετείχαν στην πρώτη έρευνα και το 3% όσων συμμετείχαν στη δεύτερη έρευνα ανέφεραν ότι ανησυχούσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα.Όσοι από τους συμμετέχοντες φοβούνταν ότι θα έχαναν τη δουλειά τους, απάντησαν ότι η κατάσταση της υγείας τους δεν ήταν καλή καθώς και ότι είχαν συμπτώματα κατάθλιψης συγκριτικά με όσους εθελοντές είχαν απολυθεί κάποια στιγμή αλλά είχαν καταφέρει να βρουν δουλειά.
Ειδικότερα για όσους είχαν χρόνια εργασιακή ανασφάλεια, βρέθηκε ότι η κατάσταση της υγείας τους ήταν χειρότερη συγκριτικά με όσους κάπνιζαν ή είχαν υπέρταση. Σύμφωνα με την επικεφαλής της μελέτης Sarah Burgard, οι μελέτες που έχουν γίνει μέχρι στιγμής εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στο στρες που δημιουργεί η ανεργία. Ωστόσο, ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τις επιπτώσεις που έχει η διαρκής εργασιακή ανασφάλεια.
«Η αρνητική επίπτωση του να αισθάνεται κάποιος διαρκώς ανασφάλεια ήταν πιο σημαντική από ό,τι η ίδια η ανεργία. Η αρνητική προσμονή ενός γεγονότος μπορεί να είναι περισσότερο στρεσογόνα από το ίδιο το γεγονός. Οι άνθρωποι αισθάνονται σαν να έχουν μια Δαμόκλειο σπάθη πάνω από το κεφάλι τους και δεν μπορούν να ελέγξουν την κατάσταση», σχολιάζει η Sarah Burgard.
Η ερευνήτρια συμβουλεύει όσους βιώνουν έντονη εργασιακή ανασφάλεια, να προσπαθήσουν να ακολουθούν έναν υγιεινό τρόπο ζωής, δηλαδή να τρώνε σωστά, να γυμνάζονται, να επισκέπτονται συχνά τον γιατρό τους και να κάνουν χρήση τεχνικών που ανακουφίζουν από το άγχος.
«Ένα μέρος του προβλήματος είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί αισθάνονται αδύναμοι. Η ανάληψη δράσης -στο σημείο φυσικά που αυτό είναι δυνατό- μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται ότι έχουν τουλάχιστον κάποιο έλεγχο σε μια δύσκολη κατάσταση», συμπληρώνει η επικεφαλής της μελέτης.
Ο δρ. Norman Sussman από την ψυχιατρική κλινική του ιατρικού κέντρου NYU Langone επισημαίνει ότι κάθε άνθρωπος αντιμετωπίζει με διαφορετικό τρόπο την εργασιακή ανασφάλεια ή την απόλυση από τη δουλειά.
Για αυτούς που έχουν την τάση να ανησυχούν ή να αισθάνονται άβολα σε δύσκολες καταστάσεις, οι ανησυχίες που εγείρονται για το μέλλον της εργασίας τους μπορεί να τους «φορτώνουν» με άγχος και να προκαλούν προβλήματα υγείας όπως αϋπνία, πονοκεφάλους, διαταραχές στο έντερο και υψηλή αρτηριακή πίεση. Άλλοι άνθρωποι, όμως μπορούν να αντεπεξέρχονται στις δύσκολες στιγμές και να έχουν λιγότερες επιπτώσεις στην υγεία τους. Η αιτία που συμβαίνει αυτό παραμένει άγνωστη.«Η μη φυσιολογική ανησυχία είναι να ανησυχείς για κάτι που πιθανώς να συμβεί ή να μην συμβεί και να «μεταφέρεις» στο σήμερα τα προβλήματα που μπορεί να συμβούν αύριο», σχολιάζει ο δρ. Norman Sussman.
Τα αποτελέσματα της μελέτης θα δημοσιευθούν στο τεύχος Σεπτεμβρίου του επιστημονικού εντύπου «Social Science & Medicine».
Οι ερευνητές ανέλυσαν τα δεδομένα παλαιότερων μελετών, στις οποίες συμμετείχαν περισσότεροι από 1.700 άνθρωποι ηλικίας άνω των 25 ετών. Οι εθελοντές είχαν ερωτηθεί για την σωματική και ψυχική τους υγεία καθώς και για το εάν αισθάνονταν ασφάλεια στην εργασία τους. Για παράδειγμα, ρωτήθηκαν για τις πιθανότητες που πίστευαν ότι έχουν να παραμείνουν για τα επόμενα δυο χρόνια στην δουλειά που βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή.
Η μια μελέτη διενεργήθηκε το χρονικό διάστημα 1986-1989 και η άλλη το διάστημα 1995-2005. Σε καμία από τις δυο μελέτες δεν συμμετείχαν άνεργοι.
Σε ποσοστό 18% οι εθελοντές απάντησαν ότι είχαν νιώσει εργασιακή ανασφάλεια κάποια στιγμή. Σχεδόν το 5% όσων συμμετείχαν στην πρώτη έρευνα και το 3% όσων συμμετείχαν στη δεύτερη έρευνα ανέφεραν ότι ανησυχούσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα.Όσοι από τους συμμετέχοντες φοβούνταν ότι θα έχαναν τη δουλειά τους, απάντησαν ότι η κατάσταση της υγείας τους δεν ήταν καλή καθώς και ότι είχαν συμπτώματα κατάθλιψης συγκριτικά με όσους εθελοντές είχαν απολυθεί κάποια στιγμή αλλά είχαν καταφέρει να βρουν δουλειά.
Ειδικότερα για όσους είχαν χρόνια εργασιακή ανασφάλεια, βρέθηκε ότι η κατάσταση της υγείας τους ήταν χειρότερη συγκριτικά με όσους κάπνιζαν ή είχαν υπέρταση. Σύμφωνα με την επικεφαλής της μελέτης Sarah Burgard, οι μελέτες που έχουν γίνει μέχρι στιγμής εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στο στρες που δημιουργεί η ανεργία. Ωστόσο, ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τις επιπτώσεις που έχει η διαρκής εργασιακή ανασφάλεια.
«Η αρνητική επίπτωση του να αισθάνεται κάποιος διαρκώς ανασφάλεια ήταν πιο σημαντική από ό,τι η ίδια η ανεργία. Η αρνητική προσμονή ενός γεγονότος μπορεί να είναι περισσότερο στρεσογόνα από το ίδιο το γεγονός. Οι άνθρωποι αισθάνονται σαν να έχουν μια Δαμόκλειο σπάθη πάνω από το κεφάλι τους και δεν μπορούν να ελέγξουν την κατάσταση», σχολιάζει η Sarah Burgard.
Η ερευνήτρια συμβουλεύει όσους βιώνουν έντονη εργασιακή ανασφάλεια, να προσπαθήσουν να ακολουθούν έναν υγιεινό τρόπο ζωής, δηλαδή να τρώνε σωστά, να γυμνάζονται, να επισκέπτονται συχνά τον γιατρό τους και να κάνουν χρήση τεχνικών που ανακουφίζουν από το άγχος.
«Ένα μέρος του προβλήματος είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί αισθάνονται αδύναμοι. Η ανάληψη δράσης -στο σημείο φυσικά που αυτό είναι δυνατό- μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται ότι έχουν τουλάχιστον κάποιο έλεγχο σε μια δύσκολη κατάσταση», συμπληρώνει η επικεφαλής της μελέτης.
Ο δρ. Norman Sussman από την ψυχιατρική κλινική του ιατρικού κέντρου NYU Langone επισημαίνει ότι κάθε άνθρωπος αντιμετωπίζει με διαφορετικό τρόπο την εργασιακή ανασφάλεια ή την απόλυση από τη δουλειά.
Για αυτούς που έχουν την τάση να ανησυχούν ή να αισθάνονται άβολα σε δύσκολες καταστάσεις, οι ανησυχίες που εγείρονται για το μέλλον της εργασίας τους μπορεί να τους «φορτώνουν» με άγχος και να προκαλούν προβλήματα υγείας όπως αϋπνία, πονοκεφάλους, διαταραχές στο έντερο και υψηλή αρτηριακή πίεση. Άλλοι άνθρωποι, όμως μπορούν να αντεπεξέρχονται στις δύσκολες στιγμές και να έχουν λιγότερες επιπτώσεις στην υγεία τους. Η αιτία που συμβαίνει αυτό παραμένει άγνωστη.«Η μη φυσιολογική ανησυχία είναι να ανησυχείς για κάτι που πιθανώς να συμβεί ή να μην συμβεί και να «μεταφέρεις» στο σήμερα τα προβλήματα που μπορεί να συμβούν αύριο», σχολιάζει ο δρ. Norman Sussman.
Τα αποτελέσματα της μελέτης θα δημοσιευθούν στο τεύχος Σεπτεμβρίου του επιστημονικού εντύπου «Social Science & Medicine».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου