Γεννήθηκε Αύγουστο του '31 στη Νέα Ιωνία. Προσφυγική συνοικία, ταιριαστή στην καταγωγή του. Η κυρα-Γεσθημανή η μάνα του ήταν, πράγματι, προσφυγοπούλα. Από εκείνη κι από τη γιαγιά του πρωτάκουσε ο Στέλιος λαϊκά τραγούδια, όπως εκείνες τα κουβάλησαν από τις χαμένες πατρίδες.
Από εκείνες πρωτάκουσε πώς ο στίχος γίνεται ξαφνικά κλάμα και νοσταλγία... «Νομίζω ότι από τη μάνα μου πήρα τις τεχνικές, τις αναπνοές, το κλάμα στη φωνή», έλεγε ο ίδιος. Η φωνή που έσπαγε από τον κρυφό λυγμό έμελλε να «καθρεφτίσει» πολλούς καημούς: από το βάσανο όσων πάλευαν για το μεροκάματο μέχρι το νόστο των μεταναστών. Το ιδιαίτερο ηχόχρωμα του Καζαντζίδη ταυτίστηκε με μια ολόκληρη εποχή, με τα ραδιοφωνάκια, τα οικογενειακά γλέντια, τα ντέρτια των ερωτευμένων και τον ήχο, τις μυρωδιές και την όψη μιας Ελλάδας που αναστέναζε ξανά και ξανά.
Παιδικά χρόνια με την έννοια της ανεμελιάς δεν έζησε ο Στέλιος Καζαντζίδης. Στις κατά καιρούς συνεντεύξεις του είχε διηγηθεί πως από τότε που θυμόταν τον εαυτό του δούλευε.
Τα κατοχικά χρόνια η οικογένεια τα πέρασε, φιλοξενούμενη συγγενών της, στο χωριό Ροδόνα του νομού Κιλκίς.
Στην Αθήνα πια, όταν εκείνος είναι μόλις 14 ετών και ο αδελφός του ο Στάθης νεογέννητος, ο πατέρας του πεθαίνει. Τα οικογενειακά βάρη.................
πέφτουν εξ ολοκλήρου στους ήδη σκληραγωγημένους ώμους του Στέλιου που κάνει όποια δουλειά βρίσκει: κουβαλάει βαλίτσες στο σταθμό, πουλάει νερό με στάμνα ή κάστανα στους εργάτες. Κι επειδή δεν προλαβαίνει να επιστρέψει στο σπίτι του, κοιμάται τα περισσότερα βράδια σε μια γωνιά, κάτω από τις σκάλες της Ομόνοιας.
Λίγο μεγαλύτερος πια, βρίσκει δουλειά σε ένα εργοστάσιο της Νέας Ιωνίας. «Καθώς σχολούσαμε και πηγαίναμε στα ντους να πλυθούμε, εγώ τραγουδούσα και γύρω γύρω μαζεύονταν οι άλλοι για να με ακούσουν». Ετσι, ο διευθυντής του του χαρίζει μια κιθάρα κι αυτή είναι η αρχή των πάντων. Διότι έτσι θα βρει δουλειά σε μια ταβέρνα όπου τραγουδά όλα τα είδη (από σερενάτες μέχρι λαϊκά) και πληρώνεται σε είδος (με φαγητό).
Ξεκίνημα με τον Καλδάρα
Κάπως έτσι τον ανακαλύπτουν και βρίσκεται στην «Κολούμπια». Η πρώτη συνεργασία του είναι με τον Απόστολο Καλδάρα. Μαζί του ηχογραφεί το «Καλέ κοπέλα/καλέ κοπέλα/για μπάνιο πάω/κι αν θέλεις έλα». Το τραγούδι κυκλοφορεί καλοκαίρι του '53, χωρίς όμως να έχει μεγάλη απήχηση. Ακολουθεί η συνεργασία του με τον Παπαϊωάννου («Δε θέλω το κακό σου») που κι αυτή δεν έχει την αναμενόμενη ανταπόκριση. Κι ύστερα έρχεται η σειρά του Στέλιου Χρυσίνη, που διαβλέπει ότι η φωνή του Καζαντζίδη δεν κάνει για ρεμπέτικα. «Εσύ», του λέει, «γεννήθηκες για πονεμένο τραγούδι». Ο Καζαντζίδης ακολουθεί τη συμβουλή. Γρήγορα αρχίζουν κι άλλοι συνθέτες να γράφουν τέτοια τραγούδια για εκείνον: «Πρώτος και καλύτερος ο Δερβενιώτης. Μετά ο Μπάμπης ο Μπακάλης, ο Γιώργος ο Μητσάκης, ο Ζαμπέτας, ο Βαρτάνης ο βιολίστας... Ολοι κοίταζαν να μου γράψουν για ξενιτιές, για μάνες. Τραγούδια που 'χουν μέσα τους πόνο.
Οταν ο Καζαντζίδης αποκτά αυτοπεποίθηση, αρχίζει να προσαρμόζει και τα τραγούδια στα μέτρα του. «Πρόσθετα», έλεγε κάποτε, «λαρυγγισμούς, αυτοσχεδίαζα. Εβαζα την ψυχή μου, δικά μου πράγματα...».
Οι ερωτικές κατακτήσεις
Παράλληλα με τις δισκογραφικές επιτυχίες και την κατάκτηση του κοινού, έρχονται βέβαια και οι ερωτικές κατακτήσεις. Πρώτος μεγάλος έρωτας διαρκείας, που λήγει άδοξα όμως, είναι αυτός με την Καίτη Γκρέυ. Κι αμέσως μετά μπαίνει στη ζωή του η Μαρινέλλα: «Είμαι στη Θεσσαλονίκη, σε ένα κέντρο που το λένε "Πανόραμα" και βλέπω για πρώτη φορά τη Μαρινέλλα. Μου άρεσε πάρα πολύ. Δεν τραγουδούσε απλώς. Εκανε και κάτι χορευτικά. Ηταν κάτι άλλο από τις τραγουδίστριες που είχα δει μέχρι τότε. Το ίδιο πρωί που γνωριστήκαμε, χωρίς ύπνο, πήγαμε για ψάρεμα. Και μέσα στη θάλασσα άρχισε ο έρωτάς μας...». Ο έρωτας φέρνει και τη συνεργασία. «Ηταν η "βδέλλα", που κόλλησε πάνω στη φωνή μου τόσο τέλεια όσο καμιά άλλη φωνή». «Η πρώτη αγάπη σου είμαι εγώ» και «Νίτσα Ελενίτσα» του Μητσάκη, ήταν τα πρώτα τραγούδια που είπαν ως ντουέτο. Μαζί θα συνεργαστούν και με τον Μίκη Θεοδωράκη: το προξενιό της συνεργασίας έκανε ο θρυλικός διευθυντής της «Κολούμπια» Τάκης Λαμπρόπουλος. Ακολουθούν ακόμα πολλές επιτυχίες του ζεύγους που κάποια στιγμή παντρεύεται. «Παντρευτήκαμε, χωρίσαμε. Πάντα ήμασταν φίλοι και φιλικά χωρίσαμε. Δεν είχαμε διαφορές. Απλά, εγώ κάπου ήθελα να σταματήσω από τη δουλειά, η Μαρινέλλα ήθελε να συνεχίσει, κι αυτός ήταν κι ο λόγος που χωρίσαμε...».
Ο Καζαντζίδης συνεχίζει μόνος του τις εμφανίσεις και τις επιτυχίες, μέχρις ότου στην ζωή του μπαίνει μία άλλη σημαντική «γυναίκα», η «Μπαντουμπάλα», ένας από τους μεγαλύτερους σταθμούς στην καριέρα του, δανείστηκε το όνομά της από το όνομα της ηρωίδας σε μία ταινία που πρωταγωνιστούσε η περίφημη Ινδή ηθοποιός Ναργκίς. Ο ίδιος ο Καζαντζίδης είχε διηγηθεί: «Είχα φτιάξει το ρεφρέν που λέει "Με μάτια κλαμένα στους δρόμους γυρνώ" και, κατόπιν επιθυμίας της μητέρας μου θυμάμαι τότε, το πήγα για να γράψει στίχο η Ευτυχία η Παπαγιαννοπούλου(...) Τα περισσότερα από αυτά τα τραγούδια ήτανε μελωδίες ινδικές που τις είχαμε κάπως αλλοιώσει και τις βάζαμε στο όνομά μας. Πώς το λένε; "Η πενία τέχνας κατεργάζεται".
Πολύ βρώμικη η δουλειά μας
Με ηχογραφήσεις και βραδινές εμφανίσεις κυλάει η ζωή του τα επόμενα χρόνια. Παράλληλα αρχίζουν και οι εκτός Ελλάδος περιοδείες. Ο Καζαντζίδης αποθεώνεται. Παρ' όλα αυτά, τον κυνηγά το αίσθημα του ανικανοποίητου. Κοντά σ' αυτά έρχεται και η διαφωνία του για οικονομικούς λόγους με τον Μίνω Μάτσα, στο καλλιτεχνικό δυναμικό της εταιρείας του οποίου είχε εν τω μεταξύ ενταχθεί και ο Καζαντζίδης.
Το 1964, ο Στέλιος Καζαντζίδης, μόλις στα 33 του χρόνια, δηλώνει ότι αποσύρεται από τα νυχτερινά κέντρα. Την απόφαση αυτή τήρησε μέχρι τέλους: αποσυρμένος στον Αγιο Κωνσταντίνο επικοινωνεί με το κοινό μόνο με τους δίσκους του. Μεγαλύτερη επιτυχία γνωρίζει το '69 με το περίφημο «Νυχτερίδες και Αράχνες». Αλλά κι αυτή η επικοινωνία διακόπτεται το 1975 και για 12 χρόνια, τα οποία ο Καζαντζίδης τα περνά μακριά από τα φώτα με τους φίλους και τη σύντροφό του.
Η κυρα-Γεσθημανή και η Βάσω
Η κυρα-Γεσθημανή ήταν η πρώτη γυναίκα της ζωής του. Η «κυρα-Βάσω» έμελλε να είναι η τελευταία. «Είναι θησαυρός», έλεγε ο ίδιος για τη σύντροφό του, που του συμπαραστάθηκε μέχρι τέλους. Μαζί μοίρασαν τη ζωή τους, μεταξύ του σπιτιού τους στη Νίκαια και αυτού στον Αγιο Κωνσταντίνο.
Η επιστροφή του Καζαντζίδη με νέους δίσκους θα γίνει, όταν η μακρά διαφωνία του με τον Μάτσα λήξει κι αφού ο τελευταίος δεχτεί να τον αποδεσμεύσει από το συμβόλαιό του, με όρο έναν τελευταίο δίσκο. Ο δίσκος βγαίνει, αλλά δεν έχει την αναμενόμενη επιτυχία.
Ακολουθεί, από την «Πόλιγκραμ» πια, ο δίσκος με το συμβολικό όνομα «Ελεύθερος», με 12 τραγούδια των Σούκα και Πολυκανδριώτη αλλά και το βασικό θέμα που είχε γράψει ο Σπανουδάκης για την ταινία του Βούλγαρη «Πέτρινα Χρόνια».
Τελευταίος δίσκος το «Βραδιάζει», των Τάκη Σούκα και Θανάση Πολυκανδριώτη πάλι. Για την πραγματοποίηση του δίσκου, όμως, «ξανασμίξαμε μετά από 16 χρόνια με τον Χρήστο τον Νικολόπουλο». Η «επανένωσή» τους δεν θα 'ναι για πολύ: οι δύο συνεργάτες οδηγούνται στα δικαστήρια διεκδικώντας την πατρότητα ορισμένων τραγουδιών. Τη δικαστική μάχη κερδίζει τελικώς ο Νικολόπουλος. Μια άλλη θυελλώδης περίοδος θα έρθει στη ζωή του τραγουδιστή, όταν θα κυκλοφορήσει το βιβλίο «Υπάρχω» του Βασίλη Βασιλικού με τις αυτοβιογραφικές αφηγήσεις του Καζαντζίδη. Θα δοθούν όμως εξηγήσεις και θα ανταλλαγούν «συγγνώμες». Η αμέσως επόμενη φορά που ο Στέλιος Καζαντζίδης θα στρέψει επάνω του τα φώτα της δημοσιότητας είναι όταν γίνει γνωστή η ασθένειά του..."
peripatris.blogspot.com
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου